παραβληδην

παραβληδην
    παραβλήδην
    παρα-βλήδην
    adv. глядя искоса, т.е. лукаво, насмешливо
    

(ἀγορεύειν Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "παραβληδην" в других словарях:

  • παραβλήδην — thrown in by the way indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλήδην — Α επίρρ. 1. με πλάγιο, ειρωνικό ή σκωπτικό βλέμμα και, γενικά, με πλάγιο τρόπο ή με κακία («ἐπειρᾱτο... ἐρεθιζέμεν Ἥρην κερτομίοις ἐπέεσσι, παραβλήδην ἀγορεύων», Ομ. Ιλ.) 2. για αντίρρηση ή για απάντηση 3. παράλληλα 4. με παραβολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»